- γεγυμνασμένῳ
- γυμνάζωtrain nakedperf part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνδρομος — η, ο / σύνδρομος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. α) «σύνδρομα ορυκτά» (ορυκτ.) πέτρωμα και μη επιθυμητά ορυκτά που εξορύσσονται μαζί με τα εκμεταλλεύσιμα μεταλλοφόρα ορυκτά και ακολούθως διαχωρίζονται με τις διεργασίες εμπλουτισμού, για να απορριφθούν στη… … Dictionary of Greek